- διαμευστής
- διαμευστής, οῦ, ὁ,A = ἀλαζών, Hsch.: also [full] διαμευτής (-μέττης cod.), οῦ, ὁ, cheat, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμευστάς — διαμευστά̱ς , διαμευστής cheat masc acc pl διαμευστά̱ς , διαμευστής cheat masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)